ἐκθετική

ἐκθετική
ἐκθετικός
expository
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκθετικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση (βλ. λ.): Εκθετική οργάνωση. 2. (μαθ.), που χαρακτηρίζεται από τον εκθέτη (βλ. λ.): Εκθετική συνάρτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξασθένηση — (Φυσ.). Η προοδευτική ελάττωση της έντασης ενός φυσικού μεγέθους στον χώρο (π.χ. της έντασης του ήχου, της έντασης της ακτινοβολίας κλπ.). Κάθε μορφή ακτινοβολίας, όταν διέρχεται μέσα από ένα υλικό, παρουσιάζει μετά την έξοδό της από αυτό… …   Dictionary of Greek

  • βακτηριοστατικά — Αντιμικροβιακοί παράγοντες που αναστέλλουν την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων. Πολλά από αυτά είναι χρησιμότατα στη χημειοθεραπεία. Σταματούν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων και φυσικά την επιδείνωση της αρρώστιας, δίνοντας… …   Dictionary of Greek

  • βιοτικό δυναμικό — Ο ρυθμός αύξησης ενός πληθυσμού οργανισμών. Θεωρητικά, όταν υπάρχουν όλες οι κατάλληλες προϋποθέσεις (αρκετή τροφή και χώρος), ο πληθυσμός ενός είδους αυξάνεται εκθετικά στον χρόνο σύμφωνα με την αντίδραση r = dN/N dt, στην οποία το r παριστά το… …   Dictionary of Greek

  • Όιλερ, Λέοναρντ — (Leonhard Euler, Βασιλεία 1707 – Πετρούπολη 1783). Ελβετός μαθηματικός. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Μπερνούλι και το 1730 ονομάστηκε καθηγητής της φυσικής στην Ακαδημία Επιστημών της Πετρούπολης, όπου το 1733 διαδέχτηκε τον Ντανιέλε Μπερνούλι στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”